Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Τα μικρά φωτάκια στο τρομακτικο πάρκο

     Κάπου στην άκρη αυτού του δρόμου ,εκεί που το φως βρίσκεται σε τρομακτικά χαμηλή συχνότητα και τα δέντρα σχηματίζουν ένα περίεργο αλλά ταυτόχρονα μέτριο σε μέγεθος  τετράγωνο, στεγάζεται ένα περίεργο και μυστηριώδες πάρκο.
    Πίσω απο τα πανέμορφα πεύκα που ο χορός τους μαγεύει τους περαστικούς, πίσω ακόμα και απο τα σκουριασμένα παιχνίδια - κυρίως κούνιες και μια τσουλήθρα- που είναι βεβηλομένα με διάφορα στιχάκια όπως " Α+ Γ = L.F.E", "A.C.A.B."," Κάτω ο Χίτλερ Θράσος", υπάρχει ένα μυστηριώδες πέπλο που ξυπνά τις πιο απύθμενες ανθρώπινες φαντασίες.
    Δεν θυμάμαι πόσο ήμουν όταν πρώτο άκουσα τον αστικό μύθο του "μοναχικού ιππότη του πάρκου" ,αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω ούτε μια λέξη απο τον παππούλη που μου τον ανέφερε πρώτη φορά. Όσο ενδιαφέρον και να ήταν η ιστορία του, τα μουδιασμένα του χέρια και τα βουρκωμένα απο την υπερένταση μάτια του, έκαναν την ιστορία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
     "Άκου μικρέ μου, αυτό το πάρκο κάθε βράδυ έρχεται και το επισκέπτεται ένα περίεργος και μοναχικός άντρας. Ο μύθος λέει πως κρατά στα χέρια του πάντα ένα λουλούδι, φαίνεται πως θέλει να το δώσει σε κάποιο. Όταν το φεγγάρι σιγα σιγά ετοιμάζεται να πάει για ύπνο ο "άντρας" λυπημένος αφήνει το λουλούδι του πάνω στην κούνια που καθόταν όλο το βράδυ και εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει πίσω του κάτι άλλο που να αποδεικνύει αν είναι αληθινός η όχι. Βέβαια νεαρέ μου όλα αυτά είναι απλά φαντασίες των ανθρώπων., Και 'γω όταν έχασα τον γιο μου έπλαθα φανταστικές ιστορίες αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ ποιο θλιβερή απο ένα τρελαμένο που καταστρέφει κήπους και διασκεδάζει τα μεσάνυχτα σε πάρκα"
    Η ιστορία του παππούλη ήταν πάρα πολύ τρελή ,αλλά κάτι μέσα μου με τραβούσε να πάω προς τα εκεί, η αλήθεια είναι πως φοβόμουν, τα πόδια μου έτρεμαν ακόμα και την μέρα ,πόσο μάλλον να πήγαινα νύχτα. Πάρα πολλές μέρες είχαν περάσει απο τότε και συχνά πυκνά, κάτι  πρωινά πριν πάω στο σχολείο πήγαινα στο πάρκο και έπαιρνα το λουλούδι που τάχατες είχε αφήσει ο τρελαμένος ιππότης. Το κοιτούσα περίεργα, νομίζω και αυτό με κοιτούσε κάποτε. Μέχρι που έπιανα τον εαυτό μου να του μιλάει: "λοιπόν μικρο, όμορφο και περίεργο λουλούδι, ποιος τρελάρας σε άφησε εδώ; και κυρίως ποιος είναι ο προορισμός σου;". Όταν καταλάβαινα τη έκανα γινόμουν πάντοτε κόκκινος και πήγαινα κατευθείαν στο σχολείο μου ,όπου ξεχνούσα το θέμα μέσα απο διάφορες εντελώς "ανθρώπινες" συζητήσεις του τύπου ''πως τα πήγε η ΑΕΛ στο ψεσινό ματς", "γιατί δεν έφερα έτοιμη την εργασία μου",ακομα και "πόσο όμορφο είναι το κορίτσι στην διπλανή τάξη".
    Έφτασα μετά απο πολλά χρόνια στο Λύκειο και η ιστορία αυτή παρέμενε το ποιο άλυτο μυστήριο της ενορίας μου. Ο παππούλης ζούσε ακόμα αλλά ήταν πολύ άρρωστος και ήταν μόνιμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κρατώντας αγκαλιά την φωτογραφία του πεθαμένου του γιου. Πήγαινα πολύ συχνά να το επισκεφτώ αλλά έβλεπα στα μάτια του ότι σιγόσβηνε και αυτό με πονούσε πολύ. Πήρα λοιπόν την θαρραλέα -την τρελαμένη για να είμαι ακριβής- απόφαση να του κάνω ένα δώρο, κάτι που θα τον συνόδευε στις πύλες του παραδείσου .Θα του έβρισκα και θα του έφερναν τον "μοναχικό ιππότη του πάρκου"
    Η επιχείρηση είχε στηθεί  εξαιρετικά με την κάθε λεπτομέρεια να είναι εντελώς μελετημένη. Δεν θα μπω στην διαδικασία να περιγράψω το σχέδιο γιατί φαντάζομαι δεν είναι αυτό που σας ενδιαφέρει, αυτό που ενδιαφέρει πραγματικά τους πάντες είναι το πως.Με το που το ρολόι μου κτύπησε 00:00 η κούνια άρχισε να κινήτε και ένας νεαρός άντρας βρέθηκε καθισμένος σ' αυτή με ένα πανέμορφο λουλούδι στο χέρι. Το αίμα μου πάγωσε, το σώμα μου είχε κοκαλώσει και όλη η ζωή μου περνούσε μπροστά μου σαν ταινία παλιά που θα έσβηνε μέσα στα χέρια του "φαντάσματος"; του "Κλέφτη"; του  "τρελαμένου συμπολίτη μας";
     Ο περίεργος αυτός τύπος που το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο πίσω απο ένα μεγάλο καπέλο ,μου έδειξε την διπλανή κούνια και μου είπε να καθίσω δίπλα του. Αν και έτρεμα, και κρύωνα απο το φόβο κάτι μου έλεγε πως αυτή η νύχτα θα σημάδευε όλη μου την ζωή, και πραγματικά δεν έκανα λάθος. Με το κεφάλι κατεβασμένο και την ψυχή στα πόδια τον ρώτησα: " θέ...θέλεις...να ..να μ.. μου π..πεις...." δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερώτησή μου και αυτό σήκωσε το δάκτυλο προσπαθώντας να με διακόψει. Τρόμαξα τόσο πολύ αλλά αυτός με καθησύχασε.
     "Μικρέ μου φίλε. Ηρέμησε, δεν χρειάζεται να φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό. Μην με ρωτήσεις τίποτα, ήδη ξέρω γιατί είσαι εδώ και ξέρω τι θες να μάθεις. Θα τα μάθεις όλα. Όταν ήμουν μικρός σύχναζαν σε αυτό το μικρό πάρκο μαζί με τον πατέρα μου και παίζαμε μαζί ώρες ολόκληρες με τα γέλια μας να ξεσηκώνουν τους γείτονες γεμίζοντας τους χαρά. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια και είχαν πλέον γίνει μεγάλος άντρας έτοιμος να ανοίξω το δικό μου σπιτικό. Ο πατέρας μου και εγώ τσακωνόμασταν συνέχεια γιατί μου έλεγε να πάω να σπουδάσω, ένω έγω δεν ήθελα, ήθελαν να έχω την μηχανή μου και να γυρίζω σε όλη την Κύπρο. Τώρα θα μου πεις πως θα ζούσα; Έκλεβα, Κτυπούσα και έκανα βρώμικες δουλειές για να βγάζω τα προς το ζειν, όμως ο πατέρας μου που να το δεχτεί. Ένιωθε πως ο γιος του ο μονάκριβος τον είχε προδώσει και ο μονάκριβος του γιος ένιωθε πως δεν τον αγαπούσε και έτσι έφυγε απ' το σπίτι. Δεν πέρασαν δυο μήνες και μια συμμορία απο εγκληματίες με τσάκωσε, ήξεραν το παρελθόν μου και τα προβλήματα που δημιούργησα σε κάτι δικούς τους και χώρις οίκτο με έστειλαν στην θάλασσα να κοιμάμαι μαζί με την αγαπημένη μου μηχανή. Απο τότε δεν ξερω τη απέγινε ο πατέρας μου ,δεν ξέρω αν ζει αλλά ελπίζω να ζεί. Θέλω πριν φύγει να του πω κάτι. Να του πω πόσο πολύ τον αγαπώ ,να του πω πως ποτέ μου δεν του κράτησα κακία και πως ότι έκανε ήταν για το καλό μου. Ήμουν αχάριστος, δεν εκτίμησα τίποτα και το πλήρωσα με τον χειρότερο τρόπο. Φέρνω πάντα μαζί μου ένα λουλούδι, μια ορχιδέα που του αρέσει πολύ, ίσως έτσι να καταφέρει να με συγχωρέσει για όλα όσα του έκανα, και ίσως σε αυτό εδώ το μέρος που περάσαμε μαζί τόσες χαρούμενες στιγμές μαζί ,να καταφέρουμε να είμαστε μαζί χαρούμενοι για τελευταία φορά. "
     Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και ο φόβος είχε ηττηθεί απο ένα συναίσθημα ποιο ψυχοφθόρο, αυτό του πόνου. Στο τέλος νικήθηκα και ξέσπασα σε κλάματα ,δεν ήθελα να μιλήσω, δεν ήθελα να πονέσω μια είδη πονεμένη ψυχή. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το ένα χαμόγελο περίεργο ζωγραφίστηκε στα χείλι του. Άπλωσε το χέρι και που έδωσε την ορχιδέα. Τα δάκρυα μου στέγνωσαν και πήρα την ορχιδέα στα χέρια μου έχωντα τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του.
     "Καταλαβαίνω!!! Αλλά δεν πειράζει σύντομα θα είναι χαρούμενος, αλλά όχι μαζί μου. Στην πόλη των αμαρτωλών δεν χωρά ένας άγιος άνθρωπος. Κάνε μου μια χάρη πάρε το λουλούδι και δώστω στον πατέρα μου, μην κλάψεις μπροστά του, αλλά πες του κατα λέξη ότι σου πως. Γέρο ,ελπίζω να έχει ετοιμαστεί καλά για το μακρύ ταξίδι προς τον παράδεισο, εκεί θα σας στείλουν ανθρώπους σαν εσένα. Πριν φύγεις όμως πάρε μαζί σου αυτό, ένα μεγάλο αληθινό Σ' ΑΓΑΠΩ. Μέσα απο αυτό θα βρεις κρυμμένα όλα τα συγνώμη, σ' ευχαριστώ, μου λείπεις που ΄τοσο πολύ λαχτάρισα να σου πω, αλλά δεν πρόλαβα. Κράτα αυτή την ορχιδέα στα χέρια σαν θα φεύγεις και αυτή θα σου δείξει τον δρόμο, το δρόμο για το μέρος που εγώ αρνήθηκα να πάω γιατί αρνήθηκα να σε ακούσω. Καληνύχτα πατέρα, σ' αγαπώ."
     Και ένω μιλούσε και τα δάκρυα μου πότιζαν το χώμα του πάρκου ,γύρισα πάνω του να τον αγκαλιάσω αλλά δεν ήταν εκεί ,είχε φύγει ,είχε πάρει τον δρόμο για να αναπαυθει η ψυχή του.Ποτέ όμως δεν μου είπε ποιος ήταν ο πατέρας του και που θα το έβρισκα.
     Το επόμενο πρωί πήγα στο παππούλη που μου είχε πει την ιστορία έτοιμος να του αποκαλύψω την ιστορία και να μου πει μήπως ξέρει αν ζει αυτός ο άντρας. Όταν είδε την ορχιδέα χαμογέλασε, μου είπε να καθίσω ,πήρε την ορχιδέα και εγώ του αφηγήθηκα την ιστορία κατά γράμμα. Μέσα στο ενθουσιασμό μου είχα παρατηρήσει κάτι περίεργο. Ο παππούλης είχε αρχίσει να κλαίει και βαστούσε σφιχτά την ορχιδέα σαν να 'ταν για αυτό ,ότι ποιο σημαντικό είχε, η μήπως ήταν; Γύρισε προς το μέρος μου και μου έδωσε την φωτογραφία που ως προχτές φυγούραρε ως το ποιο πολύτιμο του αγαθό, μου χαμογέλασε και ψιθύρισε κοιτώντας στον ουρανό: " Και εγώ τον αγαπώ, τον αγαπώ πολύ και όπως και ναν ο παράδεισος ,μόνο η κόλαση θα με κάνει ευτυχισμένος, γιατί εκεί θα είμαι μαζί του"
     Μα αυτά τα λόγια ο παππούς έσβησε αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο χαμόγελο. Συγκινημένος απο την στιγμή ,είχα ξεσπάσει σε κλάματα σφίγγοντας στα χέρια μου την φωτογραφία που μου έδωσε ο παππούς ,ήταν μια φωτογραφία με τους δυο τους στο πάρκο της γειτονιάς να παίζουν χαρούμενη πάνω στην κούνια .
     Σήμερα, αν ο δρόμος σας φέρει έξω απο το πάρκο αυτό, θα δείτε δύο μικρά καντηλάκια να φωτίζουν το σκοτεινό αυτό μέρος του δρόμου. Δύο μικρές πύρινες φωτίτσες που ζεσταίνουν και σμίγουν της ψυχές αυτόν το  δύο αγαπημένων αντρών που το μόνο που τους ένωνε ήταν η Αγαπη.